-
1 располагать
I располагать I (иметь в распоряжении) διαθέτω, έχω; \располагать временем διαθέτω χρόνο II располагать II см. расположить \располагаться см. расположиться* * *I( иметь в распоряжении) διαθέτω, έχωII см. расположитьрасполага́ть вре́менем — διαθέτω χρόνο
-
2 располагать
ρ.δ.βλ. расположить.βλ. расположиться.ρ.δ.1. διαθέτω, έχω στη διάθεση μου•располагать большими средствами διαθέτω μεγάλα μέσα.
|| διαθέτω, ρυθμίζω, κανονίζω•-своим временем по собственному усмотрению διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω•
-йте много είμαι στη διάθεση σας.
2. παλ. προτίθεμαι, σκοπεύω. -
3 распределить
-лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распределенный, βρ: -лен, -лена, -оρ.σ.μ.1. κατανέμω, καταμερίζω• διαμοιράζω, διανέμω• καθορίζω•распределить продукт питания μοιράζω τα τρόφιμα• — работу κάνω καταμερισμό της εργασίας.
|| τοποθετώ, βάζω•распределить людей по работам βάζω τον καθένα στη δουλειά του.
|| διαθέτω, κανονίζω• προγραμματίζω (για χρόνο).2. ταξινομώ, κατατάσσω•распределить собранный материал ταξινομώ το συγκεντρωμένο υλικό.
κατανέμομαι, διανέμομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 употребить
-блго, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. употребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.χρησιμοποιώ• μεταχειρίζομαι• διαθέτω•употребить свободное время для чтения χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο για διάβασμα•
употребить не свойнственное выражение χρησιμοποιώ απρεπή (ανάρμοστη) έκφραση•
употребить чистый лист для письма χρησιμοποιώ καθαρό χαρτί για γράψιμο•
употребить угрозы, насилие χρησιμοποιώ απειλές, βία•
употребить все средства χρησιμοποιώ όλα τα μέσα.
χρησιμοποιούμαι• χρησιμεύω.
См. также в других словарях:
διαθέτω — διέθεσα, διατέθηκα, διατεθειμένος 1. παραχωρώ προς χρήση: Μετά το θάνατό μου, θα διαθέσω το σπίτι μου στην εκκλησία. 2. χρησιμοποιώ σύμφωνα με τη διάθεσή μου: Πάντα διαθέτω αρκετό χρόνο στα παιδιά μου. 3. προκαλώ καλή ή κακή διάθεση: Ο τρόπος που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… … Dictionary of Greek
προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… … Dictionary of Greek